Όλοι μας μεγαλώσαμε με τηλεόραση και μάλιστα πολλές φορές με πολλή τηλεόραση. Τι έχει συμβεί όμως τα τελευταία χρόνια και έχει δαιμονοποιηθεί η τηλεθέαση για τα παιδιά; Η αλήθεια είναι πως η τηλεόραση ως μέσο προωθεί σαφώς την παθητικότητα των παιδιών, αλλά και των ενηλίκων. Αν μη τι άλλο το μόνο που χρειάζεται να κάνουμε είναι να βλέπουμε και να ακούμε, να παρακολουθούμε, είναι λοιπόν μια ασχολία που σε ένα πρώτο επίπεδο δεν εμπλέκει ούτε όλες τις αισθήσεις μας ούτε απαιτεί τη σκέψη και τη συμμετοχή μας με κάποιο τρόπο.
Έρχονται λοιπόν τα παιδιά σε επαφή με μια εικονική πραγματικότητα που συχνά τα απορροφά ολοκληρωτικά. Μια εικονική πραγματικότητα αρκετά εξωραϊσμένη και μη ρεαλιστική. Και μετά υπάρχει και η καθημερινότητα, η πραγματική καθημερινότητα, η οποία δεν είναι ούτε τόσο ιδανική όσο παρουσιάζεται στην τηλεόραση ούτε τόσο εντυπωσιακή, ίσως μάλιστα πολλές φορές να είναι αδιάφορη ή και αποκαρδιωτική. Ο κόσμος της τηλεόρασης είναι μια υπόσχεση κατά κάποιον τρόπο, η υπόσχεση μιας ιδανικής πραγματικότητας, η οποία παραμένει ανεκπλήρωτη και θα παραμείνει έτσι καθώς δεν υπάρχει τίποτα το απόλυτα ιδανικό στην ανθρώπινη φύση μας. Η απογοήτευση λοιπόν που προκύπτει από αυτή την άνιση σύγκριση μπορεί να οδηγήσει τα παιδιά σε επιθετική συμπεριφορά, απάθεια, αδιαφορία ή και εσωστρέφεια.
Ο παρατεταμένος χρόνος τηλεθέασης φαίνεται να αντικαθιστά άλλες δραστηριότητες των παιδιών όπως το παιχνίδι, τα αθλήματα, η συναναστροφή με συνομηλίκους, η ανάγνωση, η μουσική, η συναναστροφή με τους γονείς κ.α. Οι γονείς δεν παίζουν σήμερα με τα παιδιά όπως θα έπρεπε, ούτε όσο θα έπρεπε. Αντικειμενικό εμπόδιο στην αλληλεπίδραση γονέων και παιδιών αποτελεί η έλλειψη χρόνου, ενώ παράλληλα δεν παύει να υφίσταται και η προτροπή για ποιοτικό χρόνο με το παιδί. Όταν ο χρόνος είναι έτσι κι αλλιώς περιορισμένος όμως πόσο εύκολο είναι να επιτευχθεί ο ποιοτικός χρόνος; Πόσο εύκολο είναι να υπάρξει ουσιαστική αλληλεπίδραση όταν πολλές φορές ο χρόνος που περνάει ένα παιδί με τους γονείς του είναι λιγότερος από αυτόν που περνάει μπροστά στην τηλεόραση; Σίγουρα δεν είναι εύκολο. Τα παιδιά άλλωστε όταν ερωτηθούν σίγουρα θα απαντήσουν ότι προτιμούν να δουν τηλεόραση από το να επικοινωνήσουν με τους γονείς τους και αυτό γιατί πολλές φορές δεν γνωρίζουν τι σημαίνει επικοινωνία. Οι γονείς βρίσκονται στη θέση να πρέπει να διεκδικήσουν το χρόνο του παιδιού τους και για να κάνουν κάτι τέτοιο χρειάζονται ενδυνάμωση, να αποκτήσουν εμπιστοσύνη στον εαυτό τους και στη σχέση τους με το παιδί τους. Πέρα από την έλλειψη χρόνου όμως η τηλεόραση ίσως έρχεται να δυσχεράνει περισσότερο τη σχέση γονέα-παιδιού.
Αν κάτι τέτοιο ισχύει ποια είναι τα όπλα του σύγχρονου γονέα στην αντιμετώπιση αυτής της πραγματικότητας; Πως βλέπουν τα παιδιά τους μεγάλους; Είναι διασκεδαστικοί; Η αλήθεια είναι πως τα περισσότερα παιδιά σήμερα βλέπουν τους ενήλικες ως ανθρώπους κουρασμένους, χωρίς αισιοδοξία και όρεξη για ζωή και το παιχνίδι μαζί τους στερείται συνήθως πραγματικής χαράς και ενθουσιασμού. Οι μεγάλοι είναι τελικά ανοιχτό βιβλίο: δεν είναι ευχαριστημένοι από τη ζωή τους. Έτσι τα παιδιά αντιμετωπίζουν την ενηλικίωση με φόβο, προτιμούν να μείνουν για πάντα παιδιά προκειμένου να διατηρήσουν την ξεγνοιασιά, την ανεμελιά, τον ενθουσιασμό, τη δημιουργικότητα, τη φαντασία όλα αυτά τα στοιχεία που δίνουν νόημα σε μια κατά τα άλλα βαρετή ζωή. Τα παιδιά χαίρονται να διασκεδάζουν, οι μεγάλοι αντιμετωπίζουν τη διασκέδαση με ενοχή. Μπορούν οι ενήλικοι να διατηρήσουν την παιδικότητά τους άραγε, και να ζήσουν μια ζωή με νόημα, έμπνευση, φαντασία;
Η ανέφελη και ευτυχισμένη παιδικότητα σε αντίθεση με τη βαρετή, ανούσια και σκοτεινιασμένη ενηλικίωση προβάλεται συχνά σαν δίπολο από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης. Η τηλεόραση πιο συγκεκριμένα αποτελεί κύριο φορέα προβολής της συγκεκριμένης θέσης, εκφοβίζοντας με μια έννοια τα παιδιά σε σχέση με την επικείμενη ενηλικίωση, όπως αντίστοιχα και τους γονείς για την εφηβική ηλικία και τα επακόλουθά της. Απώτερος στόχος της παραπάνω λειτουργίας είναι η απομόνωση ώστε ο έλεγχος να ασκείται πιο αποτελεσματικά. Είναι άλλωστε γενικότερα γνωστό ότι η τηλεόραση απομονώνει τόσο τα παιδιά όσο και τους ενήλικες με αποτέλεσμα πολλαπλές επιπτώσεις στον γνωστικό, συναισθηματικό και κοινωνικό τομέα της ανάπτυξης.